- αμετακίνητος
- -η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερόςνεοελλ.νωθρός, δυσκίνητοςαρχ.φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετακινῶ].
Dictionary of Greek. 2013.